υποσκαφή

υποσκαφή
η / ὑποσκαφή, ΝΑ [ὑποσκάπτω]
1. υπόρυξη
2. (κατ' επέκτ.) μέρος που έχει υποσκαφθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποσκαπτικός — ή, ό, Ν [υποσκάπτω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποσκαφή 2. υπονομευτικός …   Dictionary of Greek

  • ὑποσκαφάς — ὑποσκαφά̱ς , ὑποσκαφή undermining fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”